- πήχυιος
- -υία, -ον, Α1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.)2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» — ελάχιστος χρόνος, Μίμν.)3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιονσε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — κουπιά που εξέχουν σε απόσταση ενός πήχη).[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -ιος].
Dictionary of Greek. 2013.